-
1 внимательный
внимательный 1) προσεχτικός 2) (предупредительный ) περιποιητικός' φιλοφρονητικός (любезный)* * *1) προσεχτικός2) ( предупредительный) περιποιητικός; φιλοφρονητικός ( любезный) -
2 угодливый
επ., βρ: -лив, -а, -оπεριποιητικός, φιλοφρονητικός, εξυπηρετικός•-ая хозяйка περιποιητική νοικοκυρά.
|| κολακευτικός, γαλίφικος, κοπλιμεντόζ ικος. -
3 приветливый
επ., βρ: -лив, -а, -оφιλοφρονητικός, πρόσχαρος, προσηνής περιποιητικός. || αβρός, ευσυμπερίφορος.
См. также в других словарях:
κομπλιμεντόζος — α, ο αυτός που κάνει κομπλιμέντα, κόλακας, περιποιητικός, φιλοφρονητικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)